ηλιοτρόπιο

ηλιοτρόπιο
I
(heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα ωοειδή ή γραμμοειδή φύλλα και μικρά άνθη σε ταξιανθίες. Στην Ελλάδα καλλιεργείται ως διακοσμητικό και είναι γνωστό με την ονομασία βανίλια, γιατί το άρωμα των ανθών του θυμίζει τη βανίλια. Είναι πολύκλαδο με φύλλα εναλλασσόμενα, ελαφρώς χνοώδη, βραχύμισχα. Τα άνθη του, πολύ εύοσμα, έχουν στεφάνη σωληνοειδή, χωρισμένη σε 5 στρογγυλεμένους λοβούς. Έχουν χρώμα γαλάζιο ή ιώδες και είναι διατεταγμένα σε μονόπλευρες θυσανοειδείς ταξιανθίες.
Έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες ποικιλίες η. που καλλιεργούνται στους κήπους ή στις γλάστρες για διακοσμητικούς σκοπούς καθώς και για την εξαγωγή αιθέριου ελαίου που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τα αυτοφυή είδη ευρωπαϊκό, βοκόνειο, δόλιο, εριώδες και το ηδύοσμο, γνωστά με τις ονομασίες λιοστρόφι, μπαμπακόχορτο, μελισσόχορτο, λιόδρομο. Έχουν άνθη λευκά ή λευκοϊώδη, εύοσμα, και είναι βλαβερά ζιζάνια.
Το ηλιοτρόπιο καλλιεργείται όχι μόνο για διακοσμητικούς σκοπούς αλλά και για την εξαγωγή αιθέριου ελαίου.
II
(Ορυκτ.).Με τον όρο η. (συνώνυμο ηλίτης) χαρακτηρίζεται ένα ορυκτό, με ξανθοκόκκινες κηλίδες μέσα στη σκουροπράσινη διάφανη μάζα του, που είναι ποικιλία του ορυκτού χαλκηδόνιου. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, έχει χημικό τύπο SiO2, σκληρότητα 7 και πυκνότητα 2,6 gr/cm3. Είναι γνωστός και ως αιματόλιθος, από τις διάσπαρτες ερυθρές κηλίδες και φλέβες που παρουσιάζει στην επιφάνειά του. Προέρχεται κυρίως από την Ινδία και χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος.
Δοχείο του 16ου αι. που είναι κατασκευασμένο από το ορυκτό ηλιοτρόπιο (Θησαυρός των Μεδίκων, Φλωρεντία).
* * *
και ηλιοτρόπι και λιοτρόπι, το (AM ἡλιοτρόπιον)
1. το φυτό τού οποίου το άνθος και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο
2. αιματόλιθος, σκουροπράσινη ποικιλία τού χαλκηδονίου
3. χρωστική ουσία που λαμβάνεται από λειχήνες
4. εκκλ. το θερινό ηλιοστάσιο
νεοελλ.
(γεωδ.) όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει προς ορισμένο στόχο
αρχ.
το ηλιακό ρολόγι («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ πεντάπυλα... ἡλιοτρόπιον καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -τροπιον (< τρόπος), πρβλ. εκ-τρόπιον, σεληνο-τρόπιον. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heliotrope < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + -trope (πρβλ. -τροπιον < τρόπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλιοτρόπιο — ηλιοτρόπιο, το και λιοτρόπι, το γενική ονομασία ορισμένων φυτών που τα φύλλα τους και τα λουλούδια τους στρέφονται προς τον ήλιο (διαφορετικό φυτό είναι ο ήλιος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …   Dictionary of Greek

  • Эйнар, Жан-Габриель — Жан Габриель Эйнар в молодом возрасте Жан Габриель Эйнар (фр. Jean Gabriel Eynard) (Лион 28 декабря 1775  Женева 5 февраля 1863) …   Википедия

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστρόφι — το το ηλιοτρόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοτροπίται — ἡλιοτροπῑται, οἱ (Μ) αιρετικοί οι οποίοι πίστευαν ότι το ορυκτό ηλιοτρόπιο είχε θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιοτρόπιον] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοτρόπιος — ἡλιοτρόπιος, ον (Α) [ηλιοτρόπιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό ηλιοτρόπιο …   Dictionary of Greek

  • ηλιοχόρταρο — και ηλιόχορτο, το το ηλιοτρόπιο …   Dictionary of Greek

  • ηλιόπους — ἡλιόπους, οδος, ὁ (Α) το ηλιοτρόπιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”